συμπαραγωγεύς

συμπαραγωγεύς
-έως, ὁ, Μ
αυτός που παράγει κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω + κατάλ. -εύς (πρβλ. προαγωγ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”